- μνημονεύονται
- μνημονεύωcall to mindpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αυξώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αδελφή της Ηγεμόνης, που ταυτιζόταν με τον ήλιο της άνοιξης. Η Α. ταυτιζόταν με τον ήλιο του καλοκαιριού. Μολονότι τα ονόματα των Χαρίτων που μνημονεύονται στην Αθήνα είναι αυτά τα δύο, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τη γνωστή… … Dictionary of Greek
Λίγυρες — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στη βορειοδυτική Ιταλία. Είναι από τους παλαιότερους λαούς της Ευρώπης και μνημονεύονται ακόμη και από τον Ησίοδο. Οι Λ. εγκαταστάθηκαν κατά την 3η χιλιετία π.Χ. στις ακτές της Λιγυρίας (τη σημερινή ιταλική Ριβιέρα)… … Dictionary of Greek
Πελασγός — ο, ΝΑ 1. στον πληθ. οι Πελασγοί α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων 2. γενάρχης και… … Dictionary of Greek
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… … Dictionary of Greek
αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek
αρχισυναγωγός — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek
αύξω — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αδελφή της Ηγεμόνης, που ταυτιζόταν με τον ήλιο της άνοιξης. Η Α. ταυτιζόταν με τον ήλιο του καλοκαιριού. Μολονότι τα ονόματα των Χαρίτων που μνημονεύονται στην Αθήνα είναι αυτά τα δύο, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τη γνωστή… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek